Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 7

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΡΕΛΛΑ

Κάποτε ήταν οι λεπροί, οι ομοφυλόφιλοι, οι μάγισσες, τώρα στο νέο Δυτικό αστικό τοπίο που αναδύθηκε μετά την ουμανιστική Αναγέννηση, είναι εν γένει οι φτωχοί, οι ανέστιοι και οι άνεργοι που ο ίδιος αυτός ο καπιταλιστικός  κόσμος παράγει. Στο όνομα λοιπόν της υπεράσπισης της κοινωνικής ευταξίας, στο όνομα δηλαδή της υπεράσπισης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, ακόμα και της υγείας του κοινωνικού συνόλου, θα επιχειρηθεί κατά τον 17ο αιώνα ο «μεγάλος εγκλεισμός» των ζητιάνων, των περιπλανώμενων, των εξαθλιωμένων φτωχών, των αναπήρων, των αρρώστων, των πορνών και των τρελών, χωρίς καμιά διάκριση, στα νοσοκομεία-άσυλα.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ

Ο «μεγάλος εγκλεισμός» σημάδεψε βαθιά τις σύγχρονες κοινωνίες στο βαθμό που αποτέλεσε πρότυπη μέθοδο αντιμετώπισης της αποδιδόμενης στους επαίτες και φτωχούς κοινωνικής απειλής και επίτευξης της κοινωνικής ισορροπίας.

Στο μεταγενέστερο 19ο αιώνα, αν και επιχειρήθηκαν κάποιοι διαχωρισμοί (οι διανοητικά ασθενείς στο άσυλο, οι νέοι στα αναμορφωτήρια, οι κακοποιοί στη φυλακή, οι άρρωστοι στα νοσοκομεία), ωστόσο αυτή η πολιτική ελέγχου διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσε αντικείμενο ορθολογιστικής διευθέτησης και «εξανθρωπίστηκε» μέσω της επιβολής και επέκτασης της πειθαρχίας και επιτήρησης των εγκλείστων.

Στον αιώνα της προοδευτικής επικράτησης του φιλελευθερισμού ο οποίος στηρίζεται και αναγορεύει τον ατομικισμό  και την ατομική ευθύνη σε ανώτατη κοινωνική αρχή, η επαιτεία, η εξαθλίωση και η φτώχια, γίνονται αντιληπτές ως αποτέλεσμα μιας εκούσιας συμπεριφοράς ως συνέπεια μιας σειράς ηθικών ελλείψεων, με πρωταρχική εκείνη της προνοητικότητας, ως μια «κοινωνική παθολογία».
           
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, για την απάμβλυνση των ακραίων διαστάσεων αυτής της εξαθλίωσης, για την αποτροπή των επικίνδυνων και ανατρεπτικών καταστάσεων στις οποίες μπορεί να οδηγήσει, για την καθησύχαση των κοινωνικών φόβων που προκαλεί, η ηθικοποίηση των εξαθλιωμένων, δηλαδή η μετάδοση σ’ αυτούς εκείνων των κυρίαρχων κοινωνικών αξιών και προτύπων που αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωής των ανώτερων και μεσαίων τάξεων, θα προκριθεί ως το πλέον αποτελεσματικό «θεραπευτικό μέσο».

Μαρία Κορασίδου
«Ελευθεροτυπία» Ιστορικά, 16.12.2004


Ο όρος του «μεγάλου εγκλεισμού» καθιερώθηκε από τον Michel Foucault, στο πρώτο και διασημότερο έργο του «Ιστορία της τρέλλας στον κλασσικό αιώνα» που εκδόθηκε το 1961. Ολοκληρωμένος ο τίτλος είναι «Folie et deraison: Histoire de la folie à lge classique», όπου folie είναι η τρέλλα όπως την ονομάζουν οι αστοί, και deraison είναι ο παραλογισμός όπως τον καταλαβαίνουν οι ίδιοι οι «τρελλοί».

Ο Φουκώ εξετάζει τις ιδέες, τις πρακτικές, τους θεσμούς, την τέχνη και τη λογοτεχνία, σ’ ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της τρέλλας από τη Δύση, ξεκινώντας από τον Μεσαίωνα και τη φοβία για τους λεπρούς. Στον 17ο αιώνα, κι αναφέρεται πια στο φούντωμα της Αναγέννησης, τα μέλη της κοινωνίας που συμπεριφέρονταν «παράλογα» ό,τι κι αν αφορά αυτός ο όρος, αποπέμπονταν από την οργανωμένη «λογικά» κοινωνία. Στον 19ο αιώνα πια, κι όταν ο Διαφωτισμός έχει διαδοθεί σ’ όλη την Ευρώπη, η τρέλλα αντιμετωπίστηκε ως ψυχική ή νοητική ασθένεια.  Και παρ’ όλο που οι νέες αυτές «επιστημονικές» μέθοδοι επικαλούνται τον ανθρωπισμό, ο Φουκώ πιστεύει πως είναι εξ ίσου βάρβαρες, αφού χρησιμοποιούν τη βία (ζουρλομανδύας, κρύα ντους, και αργότερα ηλεκτροσόκ ή λοβοτομή) με την βάσανο του «εγκλεισμού» ή-και της αποπομπής όσων αντιστέκονται κατά ή ήσαν εκτός της λογικής του κοινωνικού Συστήματος.


Η «τιμωρία» (κατά τον Φουκώ πάντα) του «τρελλού», σκοπό έχει να τον κάνει να υποταγεί στη «λογική» της κοινωνικής τάξης, και ν’ απαρνηθεί την ενδιάθετη αλήθεια της τρέλλας του. Δηλαδή, τη δική του «αλήθεια».

Από τις θέσεις του Φουκώ, ξεπήδησε στην κορύφωση της δεκαετίας του 1960 η εντυπωσιακή πρόταση του Ronald David Laing, που ασχολήθηκε κυρίως με την ίδια την έκφραση του λόγου των «τρελλών». Διαπιστώνει ο Laing πως η «ομιλία» των τρελλών φαίνεται παράλογη, έχει όμως έναν δικό της κώδικα ανάγνωσης και κατανόησης, που είναι μάλιστα διαφορετικός για τον καθένα. Την «τρέλλα» την προκαλεί η ίδια η κοινωνία (και η οικογένεια) με τους καταπιεστικούς μηχανισμούς, και που έρχεται εκ των υστέρων να την ονοματίσει «παρανοηκότητα».

Ο D. H. LAING

Ο ψυχίατρος Laing ξεκίνησε ως αυστηρός μελετητής και σχολιαστής της σχιζοφρένειας για να φθάσει στην εξής απλή και συγκλονιστική διατύπωση: σε έναν κόσμο όπου οι υγιείς άνθρωποι σκότωσαν τα τελευταία μόνο 50 χρόνια εκατό περίπου εκατομμύρια υγιείς συνανθρώπους τους, η αβέβαιη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην διανοητική υγεία και την ψυχοπάθεια δεν σημαίνει πλέον απολύτως τίποτε.
                        (…)
Πράγματι, για τον Laing αρχίζει κανείς να είναι λίγο περισσότερο τρελλός από τους άλλους από την στιγμή που οι άλλοι αρχίζουν να τον δείχνουν με το δάχτυλο ως «ανώμαλο».
(…)
 «Η είσοδος στην ψύχωση είναι μία αυθόρμητη προσπάθεια ιάσεως» που ακριβώς διακόπτεται από τις «δραστικές» θεραπείες που επιβάλλουν οι ψυχίατροι στην συντριπτική τους πλειοψηφία.     

Βλάσης Ρασσιάς
Πειραματικό τεύχος “Speak out”, αρ. 0

Πεποίθηση του Laing είναι πως «τρελλός» είναι κάποιος που μόλις επέστρεψε από ένα σαμανικό ταξίδι, κι έγινε (πιθανότατα) σοφότερος και πιο συναισθηματικός απ’ ό,τι ήταν πριν. Εχθρεύεται ένα Σύστημα που πολεμάει τη δική του λογική, και κατά συνέπειαν το Σύστημα τον τσακίζει με τη ρετσινιά της «τρέλλας».

Αυτή η άποψη έχει ως τρανό επιβεβαιωτικό παράδειγμα την υπόθεση του Antonin Artaud. Ο μέγιστος αυτός επαναστάτης θεατράνθρωπος («Το θέατρο και το είδωλό του»), πολεμήθηκε βίαια από τους ίδιους τους λογίους συντρόφους του με επικεφαλής τον Andre Breton, και μάλιστα για λογαριασμό του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Εγκλείστηκε σε ψυχιατρείο, και τον βασάνισαν με ηλεκτροσόκ για να… λογικευτεί. Ο Artaud κατά πάσαν βεβαιότητα, αυτοκτόνησε.


Μέσα σ’ αυτή την κόλαση που του επεφύλαξε η νομοταγής κοινωνία, ο περιπλανώμενος για να αμυνθεί και επιβιώσει, είναι υποχρεωμένος –όποτε του δοθεί η ευκαιρία και του το επιτρέψει η νηφαλιότητα- να «οργανωθεί» μαζί με άλλους ομοίους του περιθωριακούς, για να συγκροτήσουν τη δική τους κοινότητα. Αυτό που τον κάνει ν’ «αναγνωρίσει» τους δικούς του ανθρώπους, να βεβαιωθεί δηλαδή πως δεν είναι «τρελλός» όπως λένε οι άλλοι, είναι η επι-κοινωνία μαζί τους. Κι αυτό το πετυχαίνει, γιατί οι κωδικοί της γλώσσας του παραλόγου ή α-λόγου, μετατρέπονται σε μυστικούς κώδικες διαισθητικής (και συνωμοτικής φυσικά) επικοινωνίας.

Είναι μία δι-αισθητική «λογική» μπορούμε να πούμε, που δεν έχει ανάγκη από επιχειρήματα και αποδείξεις, αλλά προχωράει άμεσα σε συνειρμούς που φαίνονται –στους ορθολογιστές- ασύνδετοι. Είναι μία λογική που έχει μεγαλύτερη σχέση με το αίσθημα και τον ενδιάθετο λόγο, παρά με τον έναρθρο που χρησιμοποιείται από την οργανωμένη κοινωνία.

Έτσι, μία κοινότητα περιθωριακών οργανώνεται με τους δικούς της (άγραφους) νόμους και ανθρωποκεντρικούς κανονισμούς με σεβασμό στην αξία του ανθρώπου και του συνανθρώπου  που συμπάσχει, και η αξία αυτή δε μετριέται με το χρήμα και την ιδιοκτησία όπως γίνεται στην αστική κοινωνία, αλλά με το αίσθημα, με το ήθος και με την ποιότητα της συμπεριφοράς των άλλων περιπλανόμενων –και για τούτο ανέστιων- «περιθωριακών».

Είναι αρκετό αυτό το ήθος του περιθωριακού, για να του αναγνωρίσομε και την «εθνική συνείδηση» που επικαλείται η παράπλευρη οργανωμένη και «νόμιμη» κοινωνία; Η ιστορία έχει δείξει πως αυτές οι ομάδες ή μπουλούκια των περιθωριακών, δρούσαν πάντα αυθόρμητα στην πρωτοπορία των εθνικών αγώνων, κι αυτό έχει μεγαλύτερη αξία από την αναγκαστική επιστράτευση στην οποία καταφεύγουν τα καθεστώτα.

Είναι φυσικό αυτό, αφού οι «περιθωριακοί» είναι παιδιά της ίδιας κοινωνίας, που συγκροτήθηκε στη βάση της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, όταν μάλιστα αυτή η συνείδηση απαιτεί ήθος και αίσθημα που αυτοί διαθέτουν. Αν και αποδιωγμένοι από τη «κακούργα κοινωνία», δεν απαρνιούνται την «μητέρα πατρίδα».


Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 6

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΛΟΓΙΑ

Στα χρόνια του Δυτικού Μεσαίωνα, χρονολογικό ορόσημο θεωρείται ο 13ος αιώνας κατά τον οποίο βλέπουν το φως νέα μέτρα αποκλεισμού, και εντοπίζεται για πρώτη φορά η συστηματική κοινωνική καταπίεση και καταστολή. Είναι το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού της φεουδαλικής κοινωνίας, της αλλαγής των ρόλων των πόλεων, και της αναμόρφωσης ως εκ τούτων της εκκλησιαστικής πολιτικής.


Πάντως στη ρίζα του μεσαιωνικού περιθωρίου είναι η έννοια του αποκλεισμού από την κοινότητα, η αποβολή του «περιθωριακού» και η συνεχής περιπλάνησή του που ισοδυναμούσε με θάνατο. Αυτός που ετίθετο εκτός νόμου και κοινότητας ήταν καταδικασμένος να περιπλανιέται μακριά από τους δικούς του και τον τόπο του, σαν αγρίμι, έως ότου καταφέρει να αποκαταστήσει την αδικία και να εξασφαλίσει τη συμφιλίωσή του με τον κοινωνικό περίγυρο. Αλλιώς ο αποκλεισμός και η περιπλάνηση συνεχιζόταν σ’ όλη του τη ζωή, χωρίς κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας ή ασύλου. Η σύζυγός του θεωρείτο χήρα και τα παιδιά του ορφανά, και όταν πέθαινε δεν είχε καν το δικαίωμα της ταφής.. Η απομόνωση και η αποξένωσή του τόσο από τον κόσμο των ζωντανών όσο και από τον κόσμο των νεκρών ήταν απόλυτη.

Η αποδιάρθρωση των παλιών φεουδαρχικών αγροτικών δομών από τον 14ο έως και τον 16ο αιώνα, και μετά η διαμόρφωση ενός νέου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στις ευρωπαϊκές χώρες, σήμανε τη δημιουργία μιας ολοένα πολυπληθέστερης κατηγορίας ξεριζωμένων αγροτών χωρίς απασχόληση. Ένα πολύ μεγάλο μέρος απ’ αυτούς συγκροτεί μιαν εν δυνάμει εφεδρεία που «προλεταριοποιείται» και κατευθύνεται προς τις πόλεις, ενώ ένα άλλο μέρος πυκνώνει τις τάξεις των ζητιάνων και των περιπλανώμενων.

ΟΙ ΔΥΟ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ «ΦΤΩΧΩΝ»

Μπροστά σε αυτό το μαζικό κύμα των νεοαφιχθέντων ζητιάνων και περιπλανώμενων, οι πόλεις αδυνατούν να δημιουργήσουν δομές για την ενσωμάτωσή τους. Συγχρόνως, πολλαπλασιάζονται οι απαξιωτικές και υποβαθμιστικές αναπαραστάσεις της επαιτείας και της φτώχιας. Ακόμη, η έκδοση πολυάριθμων διαταγμάτων και εγκυκλίων αποτυγχάνει να επιφέρει την καταστολή της επαιτείας. (…)
Οι αυξανόμενες αυτές δυσκολίες οδηγούν στην ανάγκη διάκρισης και διαχωρισμού και στη δημιουργία δύο κατηγοριών φτωχών, τους πραγματικά φτωχούς, άρα «άξιους» περίθαλψης, και τους πλασματικά φτωχούς, άρα «ανάξιους» περίθαλψης. Ταυτόχρονα, τα αρνητικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους ζητιάνους και φτωχούς, με κύριο εκείνο της οκνηρίας, όχι μόνο εντείνονται αλλά και θεωρείται ότι είναι  ικανά να μετατρέψουν σταδιακά την εικόνα των τελευταίων σε εν δυνάμει κοινωνική απειλή, σε πηγή αταξίας, αναταραχής και εξέγερσης.

Μαρία Κορασίδου
«Ελευθεροτυπία» Ιστορικά, 16.12.2004

Στον 17ο αιώνα, έχουμε τον μαζικό εγκλεισμό «περιθωριακών» στοιχείων σε άσυλα σ’ όλη την Ευρώπη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τέλος, ότι περιθωριακοί κατά καιρούς έχουν χαρακτηρισθεί οι λεπροί, αυτοί που έκαναν «βρώμικα» επαγγέλματα (π.χ. οι δήμιοι), αλλά και οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, οι μαύροι, οι ζητιάνοι, οι ανάπηροι και όλοι όσοι είχαν «παραβατική» συμπεριφορά, ή απλώς διαφορετική από το νομικά ή νομοτυπικά αποδεκτό. Το ζήτημα είναι πως η «νόμιμη» και οργανωμένη (πάνω στις αρχές της ιδιοκτησίας και του χρήματος) κοινωνία, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει το ήθος που διέπει μια κοινότητα περιθωριακών, αλλά τους θεωρεί συλλήβδην «ανήθικους».

Η ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΤΗΤΑ

Η «περιθωριακότητα» αποτελεί μια σταθερή πηγή τροφοδοσίας του ποινικού φαινομένου και αναδεικνύει κάθε φορά το σύστημα των απαγορεύσεων-απαξιών που ρυθμίζουν τα όρια της ανεκτής ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο περιθωριακός είναι εν δυνάμει εγκληματίας, όπως εγκληματίας είναι ο εξ ορισμού περιθωριακός.
(…)
Πέρα από τα αμφίσημα συναισθήματα της κοινότητας (φόβος-θαυμασμός) ως προς τους περιθωριακούς της, οι ίδιοι οι περιθωριακοί φαίνεται να χαρακτηρίζονται από μια εγγενή αμφισημία, μια διφορούμενη ταυτότητα. Παράλληλα, βλέπουμε ότι, ενώ η επίσημη (κρατική ή εκκλησιαστική) ιδεολογία και νομοθεσία ετικετοποιεί και περιθωριοποιεί κάποιες ομάδες ανθρώπων και κατηγορίες συμπεριφορών, η κοινωνία σε τοπικό επίπεδο μπορεί να τις ενσωματώνει φυσικά.

Αριάδνη Γερούκη
«Ελευθεροτυπία» Ιστορικά, 16.12.2004

Έτσι, πολύ γρήγορα μπορούμε να φτάσομε στο συμπέρασμα πως ο φτωχός σε μια καπιταλιστικά αναπτυσσόμενη κοινωνία, είναι από χέρι, εκτός από τεμπέλης, και επικίνδυνος για το σύνολο.

Στις νέες αστικές κοινωνίες καπιταλιστικής έμπνευσης και ανάπτυξης, η ύψιστη αρετή και αρχή κοινωνικής συνοχής είναι η εργασία η οποία αποτιμάται σε χρήμα. Αλλά και ο ατομικός προσδιορισμός και η προσωπική ταυτότητα αποτιμούνται σε χρήμα και μόνο σε χρήμα. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί στη χάραξη της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε κοινωνικά χρήσιμους και άχρηστους, με μέτρο πάντα την απόδοσή τους στην παραγωγή από τη μια και την περιουσία τους (εις χρήμα κυρίως) από την άλλη. Όσοι δεν ανταποκρίνονται στις δύο αυτές επιταγές, είναι αυτόματα απορριπτέοι από το κέντρο της κοινωνίας, και αποδιωγμένοι στο «περιθώριο», ή στο γκέτο. Είναι αυτοί που θεωρούνται a priori ως κακοποιοί, οι ποινικοποιημένοι και ποινικά υπόλογοι, άρα κοινωνικά υποτελείς. Το τεκμήριο της αθωότητας είναι παλιά ανάμνηση γι αυτούς, αν τους αναγνωρίστηκε ποτέ.


Εδώ έρχεται κι ένας (κρυφός τις περισσότερες φορές) ρατσισμός της οργανωμένης και «εργαζομένης» κοινωνίας, προς του περιθωριακούς του πνεύματος, ποιητές και άλλους καλλιτέχνες, που όχι μόνο είναι «τεμπελχανάδες» και δεν προσφέρουν τίποτα στο σύστημα, αλλά επί πλέον απολαμβάνουν την αγάπη και τις τιμές του λαού. Είναι χαρακτηριστική η περιφρόνηση της παραδοσιακής Αριστεράς προς του διανοουμένους και τους καλλιτέχνες, που τους χρησιμοποιεί όποτε χρειάζεται για την πολιτική της προπαγάνδα, αλλά δεν τους δίνει κανέναν ουσιώδη (έστω και συνδικαλιστικό) λόγο, αφού δεν τους αναγνωρίζει ως ενεργά μέλη της «εργατικής τάξης». Κι από την άλλη, η αστική και συντηρητική τάξη, φιλοξενεί κατά καιρούς στα σαλόνια της κάποιους καλλιτέχνες και λογίους, με το συγκαταβατικό χαμόγελο της γραφικότητας που αυτοί μπορούν ν’ αντιληφθούν. Όπως μας μεταφέρει ο Μάνος Χατζηδάκις.


Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 5

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

ΟΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΙ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Στον αρχαίο κόσμο ανέκαθεν υπήρχε έξω από τον ομηρικό «Οίκο» και από την πολύ μεταγενέστερη «Πόλη-Κράτος» περιθώριο ή περι-θεώριο. Σε αυτό περιθέουν, «περιπλανώνται» (θέω=τρέχω) πρώτοι οι «α-νέστιοι, α-φρήτορες αθεμίστιοι» της Ιλιάδας. Δηλαδή οι άνευ εστίας (άστεγοι), φυγάδες, απάτριδες. Που δεν κρατάνε από σόι ευγενών (φράτρα, φρήτρη) και α-θεμίστιοι (α-θέμις): παράνομοι, ασεβείς . Ιλ. Ι 63).

Από τον 6ο αιώνα ακολουθούν ο «ρίψασπις» του αντιπολεμικού Αρχιλόχου και διάφοροι «κοσμοπολίτες» καθαρτές, θεραπευτές, γόητες μάγοι, φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες, με κορυφαίο τον Εμπεδοκλή (495-435) που δήλωνε «φυγάς θεόθεν και αλήτης».

Ο Εμπεδοκλής βέβαια δεν ανήκει στο περιθώριο, αν η στάση του απέναντι στην οργανωμένη κοινωνία, ως ένα βαθμό, τον «περιθωριοποιεί». Συστηματοποιεί το δόγμα της μετεμψύχωσης. Τον βλέπουν να κάνει μάγια (γοητεύοντα) και έτρεχαν κοντά του εκατοντάδες να τον ρωτήσουν, όταν πέρναγε από τις πόλεις τους, «από πού πάει ο δρόμος στη σωτηρία;». Αυτό γινόταν καθώς εξακολουθούσε να κάνει τη ζωή του «μαινόμενου αλήτη», έως ότου πηδήξει θεληματικά μέσα στον κρατήρα της Αίτνας.


Σε μεγαλύτερο βαθμό «περιθωριοποιημένοι», με τη θέλησή τους και χωρίς να ανήκουν στο περιθώριο (όπως λόγου χάρι οι καταδικασμένοι απόκληροι και εξόριστοι για εγκλήματα), είναι οι Κυνικοί που ακολούθησαν με τον Αντισθένη (445-365) και τον Διογένη (;-324). Αυτοί ζούσαν συστηματικά ως περιπλανώμενοι ζητιάνοι, χωρίς δική τους κατοικία. Περιορίζονταν στην πιο λιτή τροφή και στην πιο φτωχική ενδυμασία (τρίβωνας). Έβρισκαν περιττή την πολιτική ζωή και οραματίζονταν την ιδανική πολιτεία, «να ζει σαν ένα κοπάδι». Καταδίκαζαν τον πόλεμο. Τα έβαζαν με την θρησκεία. Και είχαν για σύνθημα τους το «παραχαράζω τις ισχύουσες αξίες» (Τσέλερ Νέστλε, «Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας» σελ.161 κ.ε.).

Οι διανοούμενοι αυτοί επηρεασμένοι πιθανόν από τον Σωκράτη (;) είχαν τις δικές τους αντιλήψεις, για το αγαθό και κακό, το δίκαιο και άδικο, το ωφέλιμο και βλαβερό, εφαρμόζοντας στην πράξη τις δικές τους αξίες και τους τρόπους ζωής, για το επιθυμητό «ευ ζην». Πίσω από αυτούς ακολουθεί το πραγματικό περιθώριο, η σάρα και η μάρα, που γεμίζει ασφυκτικά, από τα ελληνιστικά χρόνια και κυρίως από τις «ύποπτες» γειτονιές της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας… και κυρίως της Ρώμης. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι «ποινικοί», που αποκληρώθηκαν και εξορίστηκαν από την πόλη τους, βρίσκοντας καταφύγιο εκεί.

Ανάμεσά τους βρίσκονται δραπέτες φυλακών, υπόδουλοι για χρέη, διάφοροι απατεώνες, κλέφτες, ρουφιάνοι, ληστές, πειρατές… Που κάνουν όλες τις «βρόμικες δουλειές». Άλλοι είναι επαγγελματίες φονιάδες, κατασκευαστές δηλητηρίων, μαγικών και ερωτικών φίλτρων. Ακολουθούν οι μαστροποί, οι θηλυκές και αρσενικές πόρνες, οι ιθυφαλλικοί χορευτές των συμποσίων και οι συνοδοί γηραιών κυριών και κυρίων. Εξέχουσα θέση κατέχουν οι εξορκιστές, θεραπευτές και μελλοντολόγοι που δίνουν «πραγματικές παραστάσεις τη νύχτα στα νεκροταφεία κ.ά.» (Catherine Salles, «Η άλλη όψη της αρχαιότητας. Ο υπόκοσμος», σ. 261).

Νίκος Βαρδιάμπασης
 «Ελευθεροτυπία» Ιστορικά, 16.12.2004

Ποιοι θεωρούνται απόκληροι ή περιθωριακοί μέσα στους αιώνες; Μια ερώτηση που μπορεί να μας οδηγήσει κατευθείαν στα μονοπάτια της απόκρυφης ιστορίας των πολιτισμών και των κοινωνιών.

Άνθρωποι του περιθωρίου θεωρούνται από χέρι, σ’ Ανατολή και Δύση, οι ληστές και οι πειρατές. Αυτοί δηλαδή που αυτοτοποθετούνται εκτός του Κράτους, ή εντός ενός δικού μτους «κράτους». Κατά καιρούς όμως και ανάλογα πάντα με το πολιτισμικό και κοινωνικό φαινόμενο αναπτύχθηκαν και άλλοι ιδιότυποι «ρατσισμοί» τέτοιοι που οδήγησαν σε πραγματικές γενοκτονίες, όπως η ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και ο μαζικός ευνουχισμός και διωγμός των ομοφυλοφίλων από τον Ιουστινιανό, ή ο διωγμός των μαγισσών που κράτησε αιώνες, και όπου με βάση τα εκκλησιαστικά εγχειρίδια οι  ιεροεξεταστές καταδίκαζαν και έκαιγαν μαζικά γυναίκες στην πυρά. Μια πραγματική αλλά εν πολλοίς ανομολόγητη γενοκτονία των γυναικών στη Δύση.


Όμως, σταθερά και ασταμάτητα, από αρχαιοτάτων χρόνων ίσαμε και σήμερα, λογοκρίνονται, εξορίζονται, φυλακίζονται και περιθωριοποιούνται κάποιοι άνθρωποι, που δεν κατηγορούνται για φτώχεια, αγραμματωσύνη ή τεμπελιά, αλλά για άλλες ηθικού τύπου παρεκτροπές. Κι αυτές οι παρεκτροπές, εκφράζονται με την αθυροστομία τους, την τόλμη που τους διακατέχει να τα βάζουν με την κατεστημένη εξουσία και νομοθεσία, με την αδικία, με τον πλούτο, με την Εκκλησία, με την τυρανία. Είναι οι οργισμένοι δημιουργοί, φιλόσοφοι, ποιητές, τροβαδούροι, περιπλανόμενοι, θεατρίνοι, ακόμα και ζωγράφοι, ακόμα και αρχιτέκτονες και γλύπτες! Από τον Σωκράτη, τον Ευρυπίδη, τον Βοήθειο, τον Francois Villon, τον Giordano Bruno, τον Dante Alighieri, τον El Greco, τον Baudelaire τον Rimbaud και τον Verlaine, τον Artaud και τόσους, τόσους και τόσους ακόμα. Που τους ποτίσανε το κώνειο, τους εξορίσανε, τους κάψανε στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, τους βασανίσανε, τους εξοντώσανε.

Κώστας Φέρρης - Θέσια Παναγιώτου
Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 4

ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

Η κρυφή ή απόκρυφη Ιστορία του λαού, που την μεταδίδει προφορικά κι ενίοτε μέσω ενός παραδοσιακού ή λαϊκού τραγουδιού, αποτελεί τον δυνατότερο ίσως συνεκτικό κρίκο αυτού του λαού. Κι αυτό γιατί αφορά αυτό ακριβώς το «κοινό αίσθημα», με πληθώρα παράλληλων συναισθημάτων, και όχι τη λογική γνώμη, είτε αυτή είναι κοινή, είτε γνώμη των «ηγετών» και των Ιστορικών, είτε τέλος είναι λογική «τοποθέτηση» των πολιτικών κομμάτων και των ιδεολογιών τους.

Υπάρχει τρόπος να αποκατασταθεί και να καταγραφεί η Ιστορία ώστε να συμπεριλάβει και την απόκρυφη; Καλή ερώτηση.

Μια πρώτη λύση, που πρέπει όμως να μελετηθεί κι αυτή, είναι η αναγωγή των Μεγάλων Γεγονότων, στη μικρή ιστορία, και αντιστρόφως. Όλα εκείνα τα παρασκήνια, αλλά και οι προσωπικές ιστορίες των πολιτικών και άλλων παραγόντων, ακόμα και τα κουτσομπολιά, οι περιγραφές των «μικρών» για την Ιστορία περιστατικών, όπως είναι π.χ. η περιγραφή της καθημερινότητας του Ψυρρή που κάνει ο Μιχαήλ Μητσάκης, οι ανεπίσημες αλληλογραφίες, τ’ απομνημονεύματα, ακόμα και τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, τα επιχειρήματα των λογίων, η πολιτιστική ζωή, τα πανηγύρια, και κυρίως (στην περίπτωσή μας τουλάχιστον) η ζωή και το έργο μιας «περιθωριακής» όπως λένε σήμερα κοινότητας πολιτών, που επέλεξε μετά την αποπομπή της, την περιθωριοποίηση και την ποινικοποίησή της από το κεντρικό Κράτος, να ζει μ’ τον δικό της τρόπο, το δικό της σύστημα αξιών, τον δικό της Νόμο, το δικό της αίσθημα.

«Ελευθερία ή θάνατος» σημαίνει πως το κοινό αίτημα της Επανάστασης είναι η ελευθερία. Με την αναφορά όμως του «θανάτου», σε αντιπαράθεση με τη ζωή, υπενθυμίζεται πως δεν επιδιώκεται μόνο η ελευθερία του Έθνους ως σύνολο, αλλά και η ελευθερία του καθενός ξεχωριστά.

Έτσι, όταν έρχεται η σειρά της δημιουργίας του Κράτους μετά την «επιτυχία» της επαναστάσεως, γεννιέται και η πρώτη αμηχανία. Πως θα οργανωθεί η επανασταστημένη κοινότητα, ούτως ώστε η Κρατική της δομή να εξασφαλίζει την ασφάλεια (και το δίκαιο) στο ενιαίο σύνολο του Έθνους, και συγχρόνως να διασφαλίζει την ελευθερία του καθενός ξεχωριστά;

Στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο «ελευθερίες», υπήρξε εύγλωτη. Αποχή των οπλαρχηγών από τη διατύπωση του 1ου Συντάγματος της Επιδαύρου, ανταρσίες και εμφυλιακές συγκρούσεις, δολοφονία του Καποδίστρια, καταδίκη του Κολοκοτρώνη, εγκατάλειψη των αρματωλών και κλεφτών, στρατιωτικός, αστυνομικός και πολιτικός έλεγχος από Βαυαρούς και Έλληνες «συνεργάτες» τους, και νάτο το Ελληνικό «περιθώριο». Φυσικό σ’ ό,τι αφορά τους ζητιάνους τους μικροπαραβάτες και τους ληστές, ιδεατό σ’ ό,τι αφορά τους αντάρτες λογίους, που διεκδικούν Σύνταγμα και φυλακίζονται γι αυτό.


Είναι συγκλονιστικό ν’ ανακαλύπτεις πως ότι η Συνταγματική επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, δεν έγινε «από τον λαό», αλλά με τη βοήθεια των ποινικών και πολιτικών φυλακισμένων του Μεντρεσέ που τους άνοιξαν την πόρτα οι στρατιώτες, κι ενώθηκαν με τους υπόλοιπους… μάγκες του Ψυρρή.

Το λεγόμενο «περιθώριο» ανά τους αιώνες είναι συνώνυμο της δομικής αλλαγής μιας κοινωνίας, και ως εκ τούτου της έκπτωσης και της απώλειας προνομίων που προκαλεί αυτή η αλλαγή στον καταμερισμό της εργασίας και στις κοινωνικές λειτουργίες, ακόμα και στην διανομή της κοινής περιουσίας. Αλλαγές που δημιουργούν νέους κανόνες ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς, και μαζί ένα νέο περιθώριο.

Κώστας Φέρρης - Θέσια Παναγιώτου
Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 3

ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ


Η Ιστορία μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί και να επιβεβαιωθεί ή να διαψευσθεί από πολλές οπτικές γωνίες. Όμως ο Βαρόνος de Montesquieu (1689–1755) με το μνημειώδες έργο του «Το Πνεύμα των Νόμων», άνοιξε το δρόμο στους νέους Ιστορικούς του Διαφωτισμού, που διεύρυναν τις μελέτες τους στις νομικές, γεωγραφικές, πολιτιστικές, οικονομικές, πολιτικές και φιλοσοφικές διαστάσεις των γεγονότων. Αυτό έφερε και μία ελαφριά απομάκρυνση από τις «προσωπικές μαρτυρίες», που θα κάλυπταν πλέον οι Περιηγητές με τα ταξιδιωτικά τους ημερολόγια.

Στον 20ό αιώνα επεκράτησε η σχολή των «Μεγάλων Ανδρών» στα επίσημα Ιστορικά συγγράμματα, που αφορούν τους πολέμους, τη διπλωματία, την επιστήμη, την πολιτική, και λίγο από δίπλα τον πολιτισμό. Αυτές οι ιστορίες, εκτός από το ότι απομονώνουν και αποδίδουν τα μεγάλα Ιστορικά γεγονότα στην προσωπικότητα ενός μόνον ανδρός, έχουν κι ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: Δεν ασχολούνται μ’ αυτόν καθαυτόν τον λαό παρά ως μια «μαζική» δυναμική που άγεται και φέρεται αναλόγως, κάτω από τις πολιτικές και ιστορικές πιέσεις και αλληλεπιδράσεις.

Δεν είναι βέβαια ο «λαός» που φέρει την δύναμη της κίνησης της Ιστορίας, αλλά είναι το ενεργειακό καύσιμο στις μυλόπετρες της Ιστορίας. Γι’ αυτό και μεγάλα γεγονότα και δράσεις που προέρχονται από ή επιδρούν στο μεγαλύτερο φάσμα του λαού, παραλείπονται, αποκρύπτονται ή αποβάλλονται από την επίσημη Ιστορία. Κανείς «επίσημος» Ιστορικός δε μας είπε (με την έμφαση που του άξιζε) πως οι ζητιάνοι του Ψυρρή το 1834 που τους είπαν κουτσαβάκηδες, ήσαν οι ίδιοι οι Αρματολοί και Κλέφτες που έκαναν την Επανάσταση του 21.

Οι Ιστορίες των Εθνών-Κρατών γράφονται ακριβώς για να ενισχύσουν τις κοινές αναμνήσεις, την αδιαίρετη κοινή κληρονομιά την οποία ο κάθε ένας πρέπει να υπερασπίσει με την ίδια του την ζωή. Οι Ιστορίες αυτές γράφονται για να εμπνεύσουν ηρωισμούς και αυτοθυσίες, όπως κάποτε η Μυθολογία εξιστορούσε το ημιθεϊκό και ηρωικό κοινό παρελθόν του κάθε λαού. Δεν είναι τυχαίο που η μυθολογία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη παιδεία και τον πολιτισμό των Εθνών-Κρατών του Διαφωτισμού. Ο Βάγκνερ και η συνεισφορά του στην ημιθεϊκή και ηρωική εθνική συνείδηση του Γερμανικού Έθνους μέσω της μυθολογίας και της μουσικής, είναι ένα πρώτο τρανό παράδειγμα.

Τι γίνεται όμως με την αντιηρωική ανθρωποκεντρική Ιστορία; Αυτή η «περιθωριακή» κατά κάποιο τρόπο παράλληλη Ιστορία, γραμμένη από μικρούς ανώνυμους  ή επώνυμους ανθρώπους που κατέγραψαν τις μνήμες τους, τι φέρνει και τι συμπληρώνει; Πρώτ’ απ’ όλα μιαν άλλη οπτική. Την οπτική του απλού ανθρώπου, που δεν κατέχει καμιά θέση εξουσίας, που δεν περνάει από το χέρι του η έκβαση των γεγονότων αλλά είναι στην ουσία το θύμα τους, το «καύσιμο» όπως λέγαμε της Ιστορίας, που διηγείται τη «δική του» προσωπική Ιστορία, από τη δική του προσωπική οπτική, με τα δικά του βιώματα. Και μάλιστα μέσα απ’ τη φωτιά.


Η ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΡΑΓΓΕΛΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Δε γίνεται να μιμηθώ τα κελαϊδίσματα των πουλιών, τα νιαουρίσματα των γατιών, τα γκαρίσματα των γαϊδάρων ή τη σάλπιγγα που άκουσαν ξημερώματα από μακριά όπως έρχονταν οι πρόσφυγες από τη Σμύρνη.

Την τραγωδία που ζούσαν όσο το καράβι απομακρυνόταν. Δεν απομακρυνότανε... Σαν τον νεκρό που τον αφήνεις άθαφτο 24 ώρες και τριγυρνάει η ψυχή του γύρω γύρω από το σπίτι. Σαν την κατάρα που αλυσοδένεται πάνω σου σφιχτά και κατρακυλάς μαζί της στον γκρεμό... στο χαμό, στην κόλαση. Σαν τον βρικόλακα που τριγυρνά αιωνίως εκεί που χύθηκε το αίμα του. Σαν την μάνα που δεν ξεκολλάει από εκεί που της θάψανε το μωρό. Σαν τον πάσσαλο που κάρφωσες στην καρδιά και έδεσες σφιχτά πάνω του της Σμύρνης το χαμό. Για να πονάς. Να μην ξεχνάς. Είναι αμαρτία να ξεχνάς το χαμό και τη σφαγή της Σμύρνης.

Κι όλο χτυπούσε στα βράχια, τριγυρνούσε στην κακιά μοίρα και αγκομαχούσε φορτωμένο απελπισία το καράβι. Και σερνόταν στην κοσμοχαλασιά. Δεν έπλεε σε θάλασσα. Είχε στερέψει το Αιγαίο εκείνο το βράδυ για να περάσει ο καημός κι η προσφυγιά.

'Οπως υψώνεις τη σημαία και στέκεσαι ακούνητος σαν πέτρα κι ακούς μόνο την καρδιά σου να χτυπά. 'Ασ'τα. Τι να σου λέω;

Από τα μάτια μας έπεφτε κομμάτια κομμάτια η πίκρα... μπουνάρι το δάκρυ το καυτερό

Αγγέλα Παπάζογλου
«Τα χαϊρια μας εδώ»

Πώς να χαρακτηρισθεί η χρηματοδοτημένη από το Κράτος «Ιστορία» της κας Ρεπούση; Όταν η δική της (μη βιωμένη φυσικά) «άποψη» για το ίδιο περιστατικό περιορίζεται στη φράση «οι πρόσφυγες συνωστίζονταν στην προκυμαία»; Μήπως πρόκειται για την αναισθησία της ίδιας της Ιστορίας, ή είναι απλώς αναίσθητη η αντιμετώπισή της από τη συγγραφέα;

Στην ποίηση, η προσωπική οπτική λέγεται λυρισμός. Η λυρική ποίηση, γράφεται σε πρώτο πρόσωπο. Το «αίσθημα των πραγμάτων» που δε μπορεί να περιγράψει καμιά επίσημη Ιστορία, όχι αυτό που προπαγανδίζεται από τα πάνω αλλά αυτό που βγαίνει αυθόρμητα από τη βάση, αυτό το αίσθημα που εξελίσσεται σε ομοψυχία, εκφράζεται με λυρικό τρόπο, δηλαδή με την ποίηση και το τραγούδι (του λαού). Αλλά και στις περιπτώσεις του έπους (σε τρίτο πρόσωπο), ακόμα και οι «μεγάλοι άντρες», αναδεικνύονται μέσα απ’ αυτό το λαϊκό τραγούδι συνήθως μέσα σ’ ένα θρυλικό πλαίσιο, με το αίσθημα που ο λαός επιφυλάσσει σ’ αυτούς.

 Κώστας Φέρρης - Θέσια Παναγιώτου
Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 2

ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΜΑ


Η τοποθέτηση του Renan, διευρύνει τον κύκλο αυτών που ανήκουν σε μιαν «εθνική» κοινότητα, αλλά αναδεικνύει έναν άλλο ουσιαστικό παράγοντα, που δε θεωρείται σίγουρο και αντικειμενικό «επιστημονικό εργαλείο», αλλά αποτελεί –είτε το θέλομε είτε όχι- τη βασική κινητήρια δύναμη των μεγάλων Ιστορικών στιγμών της ανθρωπότητας. Μιλάμε για το «αίσθημα των πραγμάτων», το «ηθικό» νήμα (μ’ όλες τις έννοιες του όρου, ακόμα και στη μουσική), που συνδέει τους ανθρώπους. Και δε μιλάμε εδώ για τον όρο «κοινή γνώμη», γιατί ο τρόπος με τον οποίο αυτή εκφράζεται, είναι διαχωριστικός και σφαλερός. Μιλάμε για το αυθόρμητο και ευρύτατο «λαϊκό αίσθημα», που εκδηλώνεται με τη λεγόμενη «εθνική ομοψυχία» (συνήθως στις δύσκολες στιγμές).

Πως όμως να προσμετρήσεις ένα λανθάνον «αίσθημα», που δεν αποπτελεί «αντικειμενικό τεκμήριο» για την επιστημονική έρευνα, αλλά ξεπερνάει τις επί μέρους διαφορές ενός λαού; Μπορεί να μην έχομε τεκμήρια, έχουμε όμως (κατά τον Ρενάν) αντικειμενικά κριτήρια.

Ο Ρενάν μας δίνει την «πρώτη ύλη», το μέτρο και το όριο αυτής της ηθικής συνείδησης που τη λέμε Έθνος: Η πρώτη και αδιαίρετη ουσία της εθνικής συνείδησης είναι ο άϋλος κόσμος των κοινών αναμνήσεων, η κοινή κληρονομιά, ενίοτε οι κοινοί αγώνες. Το μέτρο είναι η αέναη δημιουργική θέληση για μεγάλα πράγματα, και το όριο είναι η εγκατάλειψη του ατομικισμού εις όφελος του συνόλου. Μάλιστα λέει πως μόνο έτσι νομιμοποιείται, άρα έχει δικαίωμα ύπαρξης το Έθνος, ως Έθνος.

Ας δοκιμάσομε  ν’ αναζητήσουμε τέτοια συστατικά, ιδεολογικά και ψυχολογικά στο Ελληνικό Έθνος, που είναι δημιουργία του ελληνικού Διαφωτισμού και της Ελληνικής Επανάστασης. Μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι η Ελλάδα είχε εκφρασμένη και συμπαγή εθνική συνείδηση κατά την εκρηκτική χρονική στιγμή της Επανάστασης του 1821; Μπορεί να υπάρχουν πολλές ερμηνείες για την επανάσταση και τους επαναστατημένους ως προς τον βαθμό της συνείδησης απέναντι στο «κοινό καλό». Μπορεί να υπάρχουν  ακόμα και πολλές αμφισβητήσεις ως προς την πρόσληψη της κοινής εθνικής συνείδησης από τους επαναστατημένους.

Όμως έκπληξη προκαλεί η πολιτική, ιστορική και κοινωνική ωριμότητα, στην πρώτη -κατά κυριολεξία πρώτη- άρθρωση των θέσεων  στα πρώτα Συντάγματα της Επανάστασης, και ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη και συγκίνηση προκαλεί το γεγονός ότι το ζητούμενο του ελληνικού Απελευθερωτικού αγώνα ήταν αυτή η «ευτυχία των ανθρώπων» και η σύσταση μιας «μονίμου και πεφωτισμένης κυβερνήσεως», κι’ όλα αυτά γραπτά διατυπωμένα στην διακήρυξη της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, στις 18 Απριλίου του 1823.
                    
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΟΤΥΠΙΑ

Όσο προχωρούσε ο 18ος αιώνας, οι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού συνέδεαν το «Γένος» (σ.σ. διαμορφωμένη συλλογική ταυτότητα από τους βυζαντινούς χρόνους με αναφορά στην γλώσσα και την θρησκεία) με τις ιδεατές ιστορικές και πνευματικές του καταβολές στην Αρχαιότητα και διέδιδαν αυτό το ιδεολογικό σχήμα σ’ ένα συνεχώς ευρύτερο στρώμα αναγνωστών και ακροατών που ήταν έτοιμοι να τους διαβάσουν και να τους ακούσουν. Στα τέλη του αιώνα, στο εσωτερικό των ελληνορθοδόξων κοινωνιών, υπήρχε πλέον μια μορφωμένη και εύπορη μειονότητα που είχε διαμορφώσει την συλλογική της ταυτότητα με εθνικούς όρους και προσέβλεπε σ’ ένα εθνικό κράτος –και μάλιστα με σαφήνεια και με πολιτική βούληση.

Αυτή λοιπόν, είναι μια πρώτη διαφορά από άλλους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς: ο ελληνικός εθνικισμός έχει ιστορικό βάθος. Προέρχεται από την συνείδηση του ανήκειν στο Γένος. Η μετάλλαξη της συνείδησης αυτής οδήγησε στον αναδυόμενο εθνικισμό του 18ου αιώνα, στην νεωτερική συνείδηση του «ανήκειν στο Έθνος». Και αυτή με την σειρά της καθοδήγησε το επαναστατικό αίτημα για ανεξάρτητο Εθνικό Κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νεωτερικός αυτός εθνικισμός εμφανίζεται στις ελληνικές κοινωνίες και επικρατεί νωρίτερα απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές της Ευρώπης –Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Σλοβενία, Βοημία, Σλοβακία.

Υπάρχει και μια δεύτερη διαφορά. Ο ελληνικός εθνικισμός εκδηλώθηκε με τη σαφήνεια της πολιτικής πράξης, οδήγησε σε μιαν επανάσταση πιστοποιητική και ιδρυτική. Η Επανάσταση του 1821 πιστοποίησε την αρχέγονη συνείδηση του Γένους που έγινε Έθνος, και ίδρυσε κράτος.


Υπάρχει, τέλος, μια ακόμα διαφορά από άλλους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς, μια ακόμη ιδιοτυπία του ελληνικού εθνικισμού: τα ψυχικά θεμέλια του. Την σύσταση τους δεν μπορώ ούτε να την περιγράψω με ακρίβεια ούτε ακόμη λιγότερο να την αποδείξω – μπορώ μονάχα να σχεδιάσω το περίγραμμά τους.

Μου φαίνεται ότι τα «ψυχικά» θεμέλια μας συλλογικής ταυτότητας είναι τα κοινά βιώματα και οι κοινές πεποιθήσεις των μελών μιας κοινωνίας. Είναι ακόμη ο τρόπος που το κάθε μέλος της κοινωνίας εσωτερικεύει αυτά τα βιώματα και αυτές τις πεποιθήσεις, συνθέτοντας έτσι μιαν αυτοσυνείδηση, ένα είδος ατομικής ταυτότητας. Είναι τέλος, ο τρόπος που κοινά βιώματα και πεποιθήσεις εξωτερικεύονται από τους ανθρώπους, με την μορφή κοινών εκφράσεων και κοινών λόγων. Αυτά τα κοινά στοιχεία, όλα μαζί, δένουν τους ανθρώπους με δεσμούς κοινούς, συλλογικούς. Και από αυτά τα κοινά στοιχεία, τα σημαντικότερα στρέφονται γύρω από την θρησκεία, την γλώσσα, το τόπο καταγωγής –είτε χωριό είναι  είτε πόλη είτε νησί είτε μια χώρα ολόκληρη- και το κοινό ιστορικό παρελθόν, έτσι όπως τα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας το προσλαμβάνουν, το ορίζουν και το φαντάζονται σε κάθε ιστορική εποχή. Όμως τα «ψυχικά θεμέλια της συλλογικής ταυτότητας των ελληνικών κοινωνιών –και εν συνεχεία του ελληνικού εθνικισμού- είχαν ιδιαίτερη δύναμη. Δεν ήταν μια οποιαδήποτε θρησκεία, μια οποιαδήποτε γλώσσα, ένα οποιοδήποτε ιστορικό παρελθόν, ένας τυχαίος τόπος. Ήταν η κρατούσα θρησκεία, η υποδειγματική γλώσσα και το ιστορικό παρελθόν του κυρίαρχου πολιτισμού της εποχής –του ευρωπαϊκού και δυτικού πολιτισμού. Και ο τόπος καταγωγής των Ελλήνων δεν ήταν τυχαίος. Ήταν ένας τόπος ωραίος, φωτεινός και συμφιλιωτικός με την ζωή, έτσι ώστε οι ελληνικές χώρες, ως τόπος αναφοράς, ως γενικότερο σύμβολο καταγωγής, να είναι πηγή θαυμασμού για τον ξένο, για τον «Έτερο», και υπερηφάνειας για τον «Εαυτό», για τον Έλληνα –έστω και αν αυτονομαζόταν «ρωμηός» ή «γραικός».

Γ.Β.Δερτιλής
«Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920» Β΄ τόμος

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 1

ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ


Νικολάου Γύζη: Ιστορία

Η Ιστορία δεν έχει δικό της τέλος. Έχει το ίδιο και ταυτόχρονο τέλος με τον ανθρώπινο λόγο, δηλαδή με τον ίδιο τον άνθρωπο.

Ο γραπτός λόγος δεν αποτελεί από μόνος του «Ιστορική Μνήμη». Η καταγραφή της Ιστορίας όμως από τους μάρτυρές της, με πρότυπο τον Θουκυδίδη, αποτελεί τη βασική αποθήκη της Ιστορικής μνήμης.

Η αρχή της Ιστορίας, ανάγεται στους Μυθικούς χρόνους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν «μυθικοί χρόνοι», παρά μόνο εξιστόρηση γεγονότων ή φαινομένων σε μυθική μορφή έκφρασης. Η αρχή της Ιστορίας ανάγεται στην αρχή της ανθρώπινης δράσης.

Η Ιστορία δε μπορεί να μελετηθεί με μαθηματικές εξισώσεις, ούτε με αποκομμένες από το γενικό πλαίσιο παρατηρήσεις και επισημάνσεις, ούτε με τις προδιαγραφές ή τις λογοκρισίες των πολιτικών ή άλλων σκοπιμοτήτων, και φυσικά ούτε με δογματικά εργαλεία –οποιασδήποτε ιδεολογίας.

Δε μπορείς δηλαδή να εξετάσεις την Ιστορία παρελθόντων αιώνων, με εργαλείο π.χ. τον Ιστορικό Υλισμό, όταν αυτό το «εργαλείο» χρησιμεύει κυρίως για τον 20ό αιώνα και τη Βιομηχανική «επανάσταση», και μάλιστα όχι μόνο του. Αυτό δε σημαίνει ότι τα εργαλεία αυτά δεν είναι εν μέρει χρήσιμα για την διεύρυνση της ιστορικής επιστημονικής σκέψης για τις παλαιότερες εποχές. Στο κάτω-κάτω την ταξική κοινωνία και την υπεραξία δεν τα εφηύρε ο Καρλ Μαρξ, αλλά προϋπήρχαν ως κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα πολύ πριν τον φιλόσοφο.

Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα (πόλεμοι, επαναστάσεις, μεγάλες ανατροπές) έχουν άμεση σχέση αλληλεπίδρασης με τις πολιτικές και διπλωματικές επιδιώξεις και ίντριγκες των εκάστοτε «Μεγάλων Δυνάμεων», και τις γεωστρατηγικές «σφαίρες επιρροής» τους. Συνδέονται όμως και με τις κοινωνικές συγκρούσεις, και την κατά καιρούς ταξική, φυλετική, θρησκευτική, οικονομική, εθνική και ιδεολογική πάλη ή διαμάχη.

Κατά τους τρεις τελευταίους τουλάχιστον αιώνες (18ο, 19ο και 20ο αιώνα), τους αιώνες δηλαδή του Διαφωτισμού και της ατομικής, εθνικής και ταξικής συνείδησης, στη διάρκεια των μεγάλων ιστορικών γεγονότων, η σημασία των κοινωνικών διαφορών δεν υποχωρεί μεν, αλλά οι λαοί εμφανίζονται (στις περισσότερες περιπτώσεις) να είναι ταυτισμένοι με τις «ηγεσίες» τους, και συμμετέχουν σ’ αυτά με «εθνική» κατ’ουσίαν ομοψυχία.

Ακόμα κι όταν πρόκειται για την προλεταριακή επανάσταση του 1917.

Αυτή η έννοια της «εθνικής» συνείδησης, ή αξιοπρέπειας, ή φρονήματος ή ό,τι άλλο, υπέστη κατά καιρούς πολλούς ορισμούς και αναλύσεις, από τη φυλετική ως τη θρησκευτική αναγωγή, ή σε σχέση με τη γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα, ακόμα και με την έννοια της κλειστής και δογματικής κοινότητας. Απ’ αυτό φαίνεται πόσο άπιαστη και φευγαλέα είναι ως ιδέα ή ως νοητική σύλληψη αυτή η έννοια, που ταλάνισε και τους Έλληνες, τόσο στις προεπαναστατικές διακηρύξεις όσο και στην πρώτη άρθρωση των επαναστατικών συνταγμάτων μετά το 1821. Πάντως μπορούμε απερίφραστα να πούμε πως αυτή η έννοια της εθνικής συνείδησης ήταν πάντα μεγαλύτερη από την εδαφική έκταση των  Εθνών-κρατών.

Ernest Renan

Το 1882, ο Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός Ernest Renan (18231892), σε διάλεξή του στη Σορβόννη με τίτλο «Τι είναι ένα έθνος;» προτείνει έναν νέο (τον δικό του) ορισμό.

ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Όπως οι Γάλλοι επαναστάτες (λέει ο Renan) πίστευαν ότι μπορούν να μεταφέρουν τους θεσμούς των αρχαίων πόλεων, όπως η Σπάρτη και η Ρώμη, στα σύγχρονα κράτη των εκατομμυρίων πολιτών, έτσι και οι σύγχρονοι διανοητές συγχέουν τη φυλή με το έθνος και/ή απονέμουν σε μεγάλες εθνογραφικές ή γλωσσολογικές ενότητες μιαν κυριαρχία, πραγματικά υπαρχόντων λαών.

Ο Renan εισάγει μιαν ιστορική-ψυχολογική διάσταση της έννοιας του έθνους σε μια συζήτηση που, έκτοτε, θα αποκτήσει μιαν απίστευτη επικαιρότητα και ένα φανατικό κοινό και θα είναι από τους πρώτους που θα συνδέσουν την έννοια του έθνους και του εθνικισμού με τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη.
(…)
O Ernest Renan θέτει τον προσδιορισμό του Έθνους ως ψυχής, ως πνευματικού αξιώματος. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία αυτής της συγκρότησης. Πρώτον, η κοινή κατοχή μιας πλούσιας κληρονομιάς από αναμνήσεις και δεύτερον, η θέληση για κοινή συμβίωση κάτω από τις αξίες μιας αδιαίρετης κληρονομιάς. Μιας κληρονομιάς που εμφανίζεται ως η μόνη απόλυτα νομιμοποιημένη, η δημιουργός αιτία μιας σημερινής πραγματικότητας που εδραιώνεται σ’ ένα κοινωνικό κεφάλαιο (ενός ηρωικού παρελθόντος) που συγκροτεί την εθνική ιδέα. Μια ιδέα που συγκεκριμενοποιείται ως «μεγάλης-κλίμακας αλληλεγγύη».

Πασχάλης Κιτρομηλίδης

Αυτή η «μεγάλης κλίμακας αλληλεγγύη», (ή και μικρής θα λέγαμε εμείς), όταν οι κοινωνικές αδικίες από τη μεριά του Κράτους έχουν καταπιεστικό χαρακτήρα, εκδηλώνεται μ’ έναν τρόπο που δε μπορεί να διατυπωθεί με νόμους. Η αναγωγή της βρίσκεται στο άγραφο (ή εθιμικό) δίκαιο, και στη μυθολογία –με την ετυμολογική έννοια του όρου, αφού πηγάζει από τις κοινότητες  που προϋπήρχαν του Κράτους και του Έθνους.

Ο Renan διακηρύσσει πως το έθνος ορίζεται από την επιθυμία ενός λαού να ζήσει μαζί, και κορυφώνει το σκεπτικό του με τη φράση «να έχουν δημιουργήσει μεγάλα πράγματα μαζί, και να θέλουν να δημιουργήσουν ακόμα».

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ;

Ο άνθρωπος δεν είναι σκλάβος ούτε της φυλής του, ούτε της γλώσσας του, ούτε της θρησκείας του, ούτε της ροής των ποταμών, ούτε της κατεύθυνσης των οροσειρών. Μία μεγάλη συνάθροιση ανθρώπων, που είναι υγιείς στο πνεύμα και με ζεστή καρδιά, δημιουργεί μιαν ηθική συνείδηση που ονομάζεται έθνος. Όσο αυτή η ηθική συνείδηση αποδεικνύει τη δύναμή της με τις θυσίες που απαιτεί η παραίτηση του ατόμου εις όφελος της κοινότητας, είναι νόμιμη, έχει το δικαίωμα να υπάρχει.

Ernest Renan

Η αντίληψη της οργανωμένης κοινωνίας ως προς την «πνευματική υγεία» των πολιτών, και για ν’ απαλλάξομε τον Ρενάν από τυχόν ρατσιστικές ερμηνείες, θα παραφράσομε εδώ τη φράση του «υγιείς στο πνεύμα» με τη φράση «μ’ ελεύθερο πνεύμα».

Ας πούμε εδώ πως ο Ernest Renan είναι εκείνη την εποχή πεθερός του Γιάννη Ψυχάρη, που ζει στο Παρίσι, και ετοιμάζεται να «κατέβει» στον φιλολογικό στίβο των Ελλήνων.