Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 6

ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΛΟΓΙΑ

Στα χρόνια του Δυτικού Μεσαίωνα, χρονολογικό ορόσημο θεωρείται ο 13ος αιώνας κατά τον οποίο βλέπουν το φως νέα μέτρα αποκλεισμού, και εντοπίζεται για πρώτη φορά η συστηματική κοινωνική καταπίεση και καταστολή. Είναι το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού της φεουδαλικής κοινωνίας, της αλλαγής των ρόλων των πόλεων, και της αναμόρφωσης ως εκ τούτων της εκκλησιαστικής πολιτικής.


Πάντως στη ρίζα του μεσαιωνικού περιθωρίου είναι η έννοια του αποκλεισμού από την κοινότητα, η αποβολή του «περιθωριακού» και η συνεχής περιπλάνησή του που ισοδυναμούσε με θάνατο. Αυτός που ετίθετο εκτός νόμου και κοινότητας ήταν καταδικασμένος να περιπλανιέται μακριά από τους δικούς του και τον τόπο του, σαν αγρίμι, έως ότου καταφέρει να αποκαταστήσει την αδικία και να εξασφαλίσει τη συμφιλίωσή του με τον κοινωνικό περίγυρο. Αλλιώς ο αποκλεισμός και η περιπλάνηση συνεχιζόταν σ’ όλη του τη ζωή, χωρίς κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας ή ασύλου. Η σύζυγός του θεωρείτο χήρα και τα παιδιά του ορφανά, και όταν πέθαινε δεν είχε καν το δικαίωμα της ταφής.. Η απομόνωση και η αποξένωσή του τόσο από τον κόσμο των ζωντανών όσο και από τον κόσμο των νεκρών ήταν απόλυτη.

Η αποδιάρθρωση των παλιών φεουδαρχικών αγροτικών δομών από τον 14ο έως και τον 16ο αιώνα, και μετά η διαμόρφωση ενός νέου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στις ευρωπαϊκές χώρες, σήμανε τη δημιουργία μιας ολοένα πολυπληθέστερης κατηγορίας ξεριζωμένων αγροτών χωρίς απασχόληση. Ένα πολύ μεγάλο μέρος απ’ αυτούς συγκροτεί μιαν εν δυνάμει εφεδρεία που «προλεταριοποιείται» και κατευθύνεται προς τις πόλεις, ενώ ένα άλλο μέρος πυκνώνει τις τάξεις των ζητιάνων και των περιπλανώμενων.

ΟΙ ΔΥΟ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ «ΦΤΩΧΩΝ»

Μπροστά σε αυτό το μαζικό κύμα των νεοαφιχθέντων ζητιάνων και περιπλανώμενων, οι πόλεις αδυνατούν να δημιουργήσουν δομές για την ενσωμάτωσή τους. Συγχρόνως, πολλαπλασιάζονται οι απαξιωτικές και υποβαθμιστικές αναπαραστάσεις της επαιτείας και της φτώχιας. Ακόμη, η έκδοση πολυάριθμων διαταγμάτων και εγκυκλίων αποτυγχάνει να επιφέρει την καταστολή της επαιτείας. (…)
Οι αυξανόμενες αυτές δυσκολίες οδηγούν στην ανάγκη διάκρισης και διαχωρισμού και στη δημιουργία δύο κατηγοριών φτωχών, τους πραγματικά φτωχούς, άρα «άξιους» περίθαλψης, και τους πλασματικά φτωχούς, άρα «ανάξιους» περίθαλψης. Ταυτόχρονα, τα αρνητικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους ζητιάνους και φτωχούς, με κύριο εκείνο της οκνηρίας, όχι μόνο εντείνονται αλλά και θεωρείται ότι είναι  ικανά να μετατρέψουν σταδιακά την εικόνα των τελευταίων σε εν δυνάμει κοινωνική απειλή, σε πηγή αταξίας, αναταραχής και εξέγερσης.

Μαρία Κορασίδου
«Ελευθεροτυπία» Ιστορικά, 16.12.2004

Στον 17ο αιώνα, έχουμε τον μαζικό εγκλεισμό «περιθωριακών» στοιχείων σε άσυλα σ’ όλη την Ευρώπη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τέλος, ότι περιθωριακοί κατά καιρούς έχουν χαρακτηρισθεί οι λεπροί, αυτοί που έκαναν «βρώμικα» επαγγέλματα (π.χ. οι δήμιοι), αλλά και οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, οι μαύροι, οι ζητιάνοι, οι ανάπηροι και όλοι όσοι είχαν «παραβατική» συμπεριφορά, ή απλώς διαφορετική από το νομικά ή νομοτυπικά αποδεκτό. Το ζήτημα είναι πως η «νόμιμη» και οργανωμένη (πάνω στις αρχές της ιδιοκτησίας και του χρήματος) κοινωνία, όχι μόνο δεν αναγνωρίζει το ήθος που διέπει μια κοινότητα περιθωριακών, αλλά τους θεωρεί συλλήβδην «ανήθικους».

Η ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΤΗΤΑ

Η «περιθωριακότητα» αποτελεί μια σταθερή πηγή τροφοδοσίας του ποινικού φαινομένου και αναδεικνύει κάθε φορά το σύστημα των απαγορεύσεων-απαξιών που ρυθμίζουν τα όρια της ανεκτής ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο περιθωριακός είναι εν δυνάμει εγκληματίας, όπως εγκληματίας είναι ο εξ ορισμού περιθωριακός.
(…)
Πέρα από τα αμφίσημα συναισθήματα της κοινότητας (φόβος-θαυμασμός) ως προς τους περιθωριακούς της, οι ίδιοι οι περιθωριακοί φαίνεται να χαρακτηρίζονται από μια εγγενή αμφισημία, μια διφορούμενη ταυτότητα. Παράλληλα, βλέπουμε ότι, ενώ η επίσημη (κρατική ή εκκλησιαστική) ιδεολογία και νομοθεσία ετικετοποιεί και περιθωριοποιεί κάποιες ομάδες ανθρώπων και κατηγορίες συμπεριφορών, η κοινωνία σε τοπικό επίπεδο μπορεί να τις ενσωματώνει φυσικά.

Αριάδνη Γερούκη
«Ελευθεροτυπία» Ιστορικά, 16.12.2004

Έτσι, πολύ γρήγορα μπορούμε να φτάσομε στο συμπέρασμα πως ο φτωχός σε μια καπιταλιστικά αναπτυσσόμενη κοινωνία, είναι από χέρι, εκτός από τεμπέλης, και επικίνδυνος για το σύνολο.

Στις νέες αστικές κοινωνίες καπιταλιστικής έμπνευσης και ανάπτυξης, η ύψιστη αρετή και αρχή κοινωνικής συνοχής είναι η εργασία η οποία αποτιμάται σε χρήμα. Αλλά και ο ατομικός προσδιορισμός και η προσωπική ταυτότητα αποτιμούνται σε χρήμα και μόνο σε χρήμα. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί στη χάραξη της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε κοινωνικά χρήσιμους και άχρηστους, με μέτρο πάντα την απόδοσή τους στην παραγωγή από τη μια και την περιουσία τους (εις χρήμα κυρίως) από την άλλη. Όσοι δεν ανταποκρίνονται στις δύο αυτές επιταγές, είναι αυτόματα απορριπτέοι από το κέντρο της κοινωνίας, και αποδιωγμένοι στο «περιθώριο», ή στο γκέτο. Είναι αυτοί που θεωρούνται a priori ως κακοποιοί, οι ποινικοποιημένοι και ποινικά υπόλογοι, άρα κοινωνικά υποτελείς. Το τεκμήριο της αθωότητας είναι παλιά ανάμνηση γι αυτούς, αν τους αναγνωρίστηκε ποτέ.


Εδώ έρχεται κι ένας (κρυφός τις περισσότερες φορές) ρατσισμός της οργανωμένης και «εργαζομένης» κοινωνίας, προς του περιθωριακούς του πνεύματος, ποιητές και άλλους καλλιτέχνες, που όχι μόνο είναι «τεμπελχανάδες» και δεν προσφέρουν τίποτα στο σύστημα, αλλά επί πλέον απολαμβάνουν την αγάπη και τις τιμές του λαού. Είναι χαρακτηριστική η περιφρόνηση της παραδοσιακής Αριστεράς προς του διανοουμένους και τους καλλιτέχνες, που τους χρησιμοποιεί όποτε χρειάζεται για την πολιτική της προπαγάνδα, αλλά δεν τους δίνει κανέναν ουσιώδη (έστω και συνδικαλιστικό) λόγο, αφού δεν τους αναγνωρίζει ως ενεργά μέλη της «εργατικής τάξης». Κι από την άλλη, η αστική και συντηρητική τάξη, φιλοξενεί κατά καιρούς στα σαλόνια της κάποιους καλλιτέχνες και λογίους, με το συγκαταβατικό χαμόγελο της γραφικότητας που αυτοί μπορούν ν’ αντιληφθούν. Όπως μας μεταφέρει ο Μάνος Χατζηδάκις.