Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 8

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ

ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Τα έθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εις την καρδίαν των ανθρώπων και όταν καταργώνται, νεύρον ευαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως από μέσα από την καρδίαν, ήτις πονεί και οδυνάται μεταδίδουσα τον πόνον εις όλον το σώμα. Ο άνθρωπος όστις δεν έχει το νεύρον τούτο δεν ανήκει εις έθνος. Είναι αλλότριος αυτού. Νομίζει πως είναι εις τον κόσμον όλον και δεν είναι πουθενά. Είναι εις τον αέρα, αεροβατεί.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Χριστούγεννα στον ύπνο μου»


Αν το Έθνος είναι ενιαίο, το Κράτος είναι διαχωρισμένο σε νόμιμο κέντρο και παραβατικό περιθώριο. Κι επειδή το περιθώριο με τη συμπεριφορά του ξεφεύγει από τη ρασιοναλιστική σκέψη της οργανωμένης κοινωνίας, τις περισσότερες φορές μάλιστα ξεφεύγει ακόμα και από τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς του Κράτους, μπορεί να γίνει φαντασιακό παράδειγμα για το σύνολο του έθνους. Στο επίπεδο του μύθου, φυσικά.

Έτσι, μπορούμε να πούμε πως το Έθνος-Κράτος, είναι ένα σύστημα «λόγου», όπου συνδυάζεται ο ενδιάθετος λόγος με τον έναρθρο, όπως το νόμιμο με το παραβατικό, ακόμα και όταν τα δύο αυτά μέρη συγκρούονται. 

ΤΟ ΔΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Λόγος: (Α) λόγος, δηλαδή ο έναρθρος λόγος, δι ου ο ενδιάθετος λόγος εκφέρεται, και (Β) αυτός ο ενδιάθετος λόγος. Ώστε εν τη λέξει λόγος, περιλαμβάνονται αμφότεροι.

Henry G. LiddelRobert Scott
Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης

Η Alice Liddel, κόρη του Henry, και πρότυπο του Lewis Carrol
γιά την "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων".

Η ιστορική επιστήμη δεν έχει το δικαίωμα να μεροληπτεί ανάμεσα στα «πραγματικά γεγονότα» και τον μύθο τους. Άπειρες φορές, οι μύθοι προκάλεσαν «ιστορικά γεγονότα», και αντιστρόφως. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως ο μύθος, που φέρει την άλλη «γλώσσα», του ήθους και του αισθήματος, είναι η ίδια η ψυχή της Ιστορίας.

Ο ΜΥΘΟΣ

Και, επιτέλους, ο μύθος είναι αφήγηση, συμβολισμός, έχει ευεργετικό, παιδαγωγικό χαρακτήρα, είναι προοίμιο της γνώσης, ένας μαγευτικός τρόπος για ν’ αγαπήσει κάποιος την ίδια τη γνώση.

Γιώργος Σταματόπουλος
Ελευθεροτυπία, 22.3.2008

Το ήθος και το αίσθημα μας οδηγούν σ’ ένα άλλο αντικείμενο, που έχει τα χαρακτηριστικά ενός «μετρήσιμου» τεκμηρίου, και συγχρόνως την «πειραματική» απόδειξη της εξέλιξής του, των αντοχών του, αλλά και της αλληλεπίδρασής του με τα ιστορικά τεκταινόμενα. Μιλάμε για την Ποίηση και τις Μουσικές ενός λαού, λαϊκές ή έντεχνες, παραδοσιακές ή αυθόρμητες, αυτοφυείς ή εισαγόμενες, που άλλες χάθηκαν με τα χρόνια κι άλλες επεβίωσαν στους αιώνες, και που εκφράζουν πολλές φορές αυτό το «απόκρυφο αίσθημα» που καθορίζει (εν μέρει) την Ιστορία.

Είναι άλλωστε ουσιαστικός ο ορισμός που μας έδωσαν οι αρχαίοι, που διακηρύσσουν πως ουσία και σκοπός της Μουσικής είναι το ήθος που αυτή  φέρει και παράγει.


ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΗΘΟΣ

Ήθος: στη μουσική η λέξη σήμαινε τον ηθικό χαρακτήρα που τείνει να εμπνεύσει στην ψυχή η μουσική. Οι νότες, οι αρμονίες, τα γένη, το μέλος γενικά και οι ρυθμοί είχαν, κατά την άποψη πολλών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ηθικό σκοπό και δύναμη. Γι’ αυτόν το λόγο αποδίδανε στη μουσική σημαντικότατο εκπαιδευτικό ρόλο.

Ο Πλούταρχος (Περί μους. 1140Β-C, 26) γράφει: «Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι δικαιολογημένα οι παλαιοί Έλληνες έδιδαν τη μεγαλύτερη προσοχή τους στη μουσική εκπαίδευση. Γιατί πίστευαν ότι έπρεπε να πλάθουν και να ρυθμίζουν τις ψυχές των νέων σε ευπρεπή ηθική με τη μουσική (‘…διά μουσικής πλάττειν τε και ρυθμίζειν επί το εύσχημον’), γιατί η μουσική είναι χρήσιμη (ευεργετική) σε κάθε χρόνο και για κάθε ηθική πράξη (‘προς πάντα και πάσαν εσπουδασμένην πράξιν’)».

Ο Πλάτων για να αναφέρουμε μια από τις αναρίθμητες φιλοσοφικές εκφράσεις του πάνω σε αυτό το θέμα, λέει στον «Πρωταγόρα» (326 Α-Β) ότι οι δάσκαλοι της κιθάρας «…κατορθώνουν να κάμουν τους ρυθμούς και τις αρμονίες οικείες στις ψυχές των παιδιών, ώστε να γίνουν ημερότεροι άνθρωποι και, επειδή γίνονται πιο εύρυθμοι και πιο προσαρμοστικοί, να είναι χρήσιμοι και στο λόγο και στην πράξη. Γιατί όλη η ζωή του ανθρώπου χρειάζεται ευρυθμία και προσαρμοστικότητα»(μτφρ. Β. Ν. Τατάκη σ. 61). Κατά άλλη μετάφραση: «γιατί όλη η ζωή του ανθρώπου έχει ανάγκη από τις χαρές του ρυθμού και της αρμονίας». Βλ. τα λ. ευάρμοστος, ια. Και στην «Πολιτεία» (Γ΄, μιλά ο Σωκράτης): «Δεν είναι γι’ αυτόν το λόγο, αγαπητέ Γλαύκων, που η μουσική εκπαίδευση είναι σημαντικότατη, γιατί ο ρυθμός και η αρμονία εισδύουν βαθιά στα μύχια της ψυχής και ασκούν σ’ αυτήν ισχυρότατη επίδραση, φέρνοντας μαζί τους και προσφέροντας ομορφιά, αν κανείς εκπαιδευτεί σωστά ή το αντίθετο;».
           
Και ο Αριστείδης (Περί μους. 65 Μb) προσθέτει: «ουκ έστι πράξις εν ανθρώποις, ήτις άνευ μουσικής τελείται» (δεν υπάρχει ανθρώπινη πράξη, που να γίνεται χωρίς μουσική).

                                                Σόλων Μιχαηλίδης

Η παιδεία, δημιουργία, εξέλιξη και ανάπτυξη της μουσικής της νεώτερης Ελλάδας, από ιστορική άποψη μπορεί να χωριστεί σε χρονικές περιόδους. Που έχουν -η καθεμία τα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά η μετάβαση από τη μία περίοδο στην άλλη δε γίνεται με ξαφνικές τομές, γι αυτό και οι χρονολογίες είναι λίγο ως πολύ συμβατικές, και από μιάν άποψη συμβολικές.

Και πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε πως δεν κάνομε διάκριση ανάμεσα στα «είδη» και τις φόρμες της μουσικής, παρά μόνο σ’ ό,τι αφορά τις ιδιαιτερότητές τους. Λόγια ή μη, έντεχνη ή κλασική, Βυζαντινό μέλος, δημοτικό, παραδοσιακό ή και αστικό λαϊκό τραγούδι, επώνυμο ή «ανώνυμο», Επτανησιακή και Αθηναϊκή καντάδα, μεγάλες ή μικρές φόρμες, όπερα, οπερέτα, επιθεώρηση, όλα εξελίσσονται σ’ αλληλεπίδραση μεταξύ τους, κι όχι απομονωμένα σ’ ένα κουτί όπου τα τοποθετούν συνήθως οι μελετητές της εξειδίκευσης.

 Πανδουρίδα. Μουσείο του Λούβρου

Φυσικά, όλα αυτά, δε γίνεται να μελετηθούν ανεξάρτητα από τις ιστορικές και εξ αυτού κοινωνιολογικές εξελίξεις, που παρέχουν τα κατάλληλα εργαλεία της έρευνας, τα τεκμήρια εκείνα που αναλογούν στις ιδιαιτερότητες των κοινωνιών που κατά καιρούς αλλάζουν. Σκοπός είναι ν’ αναδείξομε τον ψυχισμό ενός λαού που οργανώνεται σε Κράτος «εκ του μη όντος», προσπαθώντας να ορίσει την ταυτότητά του και το νόημα της ύπαρξης και συνύπαρξής του, με κριτήρια του 19ου αιώνα, με λίγα λόγια την εθνική (πολιτιστική) του ταυτότητα, τις κοινές του αναμνήσεις κατά Ρενάν, το φρόνημά του, και που εκφράζει αυτόν ακριβώς τον ψυχισμό στην Τέχνη, και κυρίως τη Μουσική.

Αν η κοινή γλώσσα είναι το σημαντικότερο εργαλείο για να οργανωθεί αυτή η κοινωνία σε απτές, συγκεκριμένες, έναρθρες και δομημένες συμπεριφορές, η μουσική και η ποίηση (τραγούδι) είναι μία «μη γλώσσα», που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το μη αρθρωμένο, το ενδιάθετο, το κρυφό και ανείπωτο, στην ουσία το κοινό ήθος, το κοινό αίσθημα, το κοινό «μυστικό» των πραγμάτων.

Δεν είναι σκοπός μας εδώ να εμπλακούμε σε μιαν ακόμα… εμφύλια διαμάχη, σαν κι εκείνη των Διαφωτιστών με τους Φαναριώτες, των δημοτικιστών με τους καθαρευουσιάνους, των Δυτικόφιλων με τους Ανατολιστές. Σημασία έχει πως όλες αυτές οι διαμάχες δεν είναι απλά και μόνο προϊόντα του δογματισμού και της μισαλλοδοξίας, αλλά είναι κυρίως δημιουργήματα της αγωνίας ν’ αρθρωθεί για πρώτη φορά κάτι που να εκφράζει την κοινή (εθνική) κληρονομιά και ταυτόχρονα το καινό παρόν.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Η ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 7

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΡΕΛΛΑ

Κάποτε ήταν οι λεπροί, οι ομοφυλόφιλοι, οι μάγισσες, τώρα στο νέο Δυτικό αστικό τοπίο που αναδύθηκε μετά την ουμανιστική Αναγέννηση, είναι εν γένει οι φτωχοί, οι ανέστιοι και οι άνεργοι που ο ίδιος αυτός ο καπιταλιστικός  κόσμος παράγει. Στο όνομα λοιπόν της υπεράσπισης της κοινωνικής ευταξίας, στο όνομα δηλαδή της υπεράσπισης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, ακόμα και της υγείας του κοινωνικού συνόλου, θα επιχειρηθεί κατά τον 17ο αιώνα ο «μεγάλος εγκλεισμός» των ζητιάνων, των περιπλανώμενων, των εξαθλιωμένων φτωχών, των αναπήρων, των αρρώστων, των πορνών και των τρελών, χωρίς καμιά διάκριση, στα νοσοκομεία-άσυλα.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ

Ο «μεγάλος εγκλεισμός» σημάδεψε βαθιά τις σύγχρονες κοινωνίες στο βαθμό που αποτέλεσε πρότυπη μέθοδο αντιμετώπισης της αποδιδόμενης στους επαίτες και φτωχούς κοινωνικής απειλής και επίτευξης της κοινωνικής ισορροπίας.

Στο μεταγενέστερο 19ο αιώνα, αν και επιχειρήθηκαν κάποιοι διαχωρισμοί (οι διανοητικά ασθενείς στο άσυλο, οι νέοι στα αναμορφωτήρια, οι κακοποιοί στη φυλακή, οι άρρωστοι στα νοσοκομεία), ωστόσο αυτή η πολιτική ελέγχου διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσε αντικείμενο ορθολογιστικής διευθέτησης και «εξανθρωπίστηκε» μέσω της επιβολής και επέκτασης της πειθαρχίας και επιτήρησης των εγκλείστων.

Στον αιώνα της προοδευτικής επικράτησης του φιλελευθερισμού ο οποίος στηρίζεται και αναγορεύει τον ατομικισμό  και την ατομική ευθύνη σε ανώτατη κοινωνική αρχή, η επαιτεία, η εξαθλίωση και η φτώχια, γίνονται αντιληπτές ως αποτέλεσμα μιας εκούσιας συμπεριφοράς ως συνέπεια μιας σειράς ηθικών ελλείψεων, με πρωταρχική εκείνη της προνοητικότητας, ως μια «κοινωνική παθολογία».
           
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, για την απάμβλυνση των ακραίων διαστάσεων αυτής της εξαθλίωσης, για την αποτροπή των επικίνδυνων και ανατρεπτικών καταστάσεων στις οποίες μπορεί να οδηγήσει, για την καθησύχαση των κοινωνικών φόβων που προκαλεί, η ηθικοποίηση των εξαθλιωμένων, δηλαδή η μετάδοση σ’ αυτούς εκείνων των κυρίαρχων κοινωνικών αξιών και προτύπων που αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωής των ανώτερων και μεσαίων τάξεων, θα προκριθεί ως το πλέον αποτελεσματικό «θεραπευτικό μέσο».

Μαρία Κορασίδου
«Ελευθεροτυπία» Ιστορικά, 16.12.2004


Ο όρος του «μεγάλου εγκλεισμού» καθιερώθηκε από τον Michel Foucault, στο πρώτο και διασημότερο έργο του «Ιστορία της τρέλλας στον κλασσικό αιώνα» που εκδόθηκε το 1961. Ολοκληρωμένος ο τίτλος είναι «Folie et deraison: Histoire de la folie à lge classique», όπου folie είναι η τρέλλα όπως την ονομάζουν οι αστοί, και deraison είναι ο παραλογισμός όπως τον καταλαβαίνουν οι ίδιοι οι «τρελλοί».

Ο Φουκώ εξετάζει τις ιδέες, τις πρακτικές, τους θεσμούς, την τέχνη και τη λογοτεχνία, σ’ ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της τρέλλας από τη Δύση, ξεκινώντας από τον Μεσαίωνα και τη φοβία για τους λεπρούς. Στον 17ο αιώνα, κι αναφέρεται πια στο φούντωμα της Αναγέννησης, τα μέλη της κοινωνίας που συμπεριφέρονταν «παράλογα» ό,τι κι αν αφορά αυτός ο όρος, αποπέμπονταν από την οργανωμένη «λογικά» κοινωνία. Στον 19ο αιώνα πια, κι όταν ο Διαφωτισμός έχει διαδοθεί σ’ όλη την Ευρώπη, η τρέλλα αντιμετωπίστηκε ως ψυχική ή νοητική ασθένεια.  Και παρ’ όλο που οι νέες αυτές «επιστημονικές» μέθοδοι επικαλούνται τον ανθρωπισμό, ο Φουκώ πιστεύει πως είναι εξ ίσου βάρβαρες, αφού χρησιμοποιούν τη βία (ζουρλομανδύας, κρύα ντους, και αργότερα ηλεκτροσόκ ή λοβοτομή) με την βάσανο του «εγκλεισμού» ή-και της αποπομπής όσων αντιστέκονται κατά ή ήσαν εκτός της λογικής του κοινωνικού Συστήματος.


Η «τιμωρία» (κατά τον Φουκώ πάντα) του «τρελλού», σκοπό έχει να τον κάνει να υποταγεί στη «λογική» της κοινωνικής τάξης, και ν’ απαρνηθεί την ενδιάθετη αλήθεια της τρέλλας του. Δηλαδή, τη δική του «αλήθεια».

Από τις θέσεις του Φουκώ, ξεπήδησε στην κορύφωση της δεκαετίας του 1960 η εντυπωσιακή πρόταση του Ronald David Laing, που ασχολήθηκε κυρίως με την ίδια την έκφραση του λόγου των «τρελλών». Διαπιστώνει ο Laing πως η «ομιλία» των τρελλών φαίνεται παράλογη, έχει όμως έναν δικό της κώδικα ανάγνωσης και κατανόησης, που είναι μάλιστα διαφορετικός για τον καθένα. Την «τρέλλα» την προκαλεί η ίδια η κοινωνία (και η οικογένεια) με τους καταπιεστικούς μηχανισμούς, και που έρχεται εκ των υστέρων να την ονοματίσει «παρανοηκότητα».

Ο D. H. LAING

Ο ψυχίατρος Laing ξεκίνησε ως αυστηρός μελετητής και σχολιαστής της σχιζοφρένειας για να φθάσει στην εξής απλή και συγκλονιστική διατύπωση: σε έναν κόσμο όπου οι υγιείς άνθρωποι σκότωσαν τα τελευταία μόνο 50 χρόνια εκατό περίπου εκατομμύρια υγιείς συνανθρώπους τους, η αβέβαιη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην διανοητική υγεία και την ψυχοπάθεια δεν σημαίνει πλέον απολύτως τίποτε.
                        (…)
Πράγματι, για τον Laing αρχίζει κανείς να είναι λίγο περισσότερο τρελλός από τους άλλους από την στιγμή που οι άλλοι αρχίζουν να τον δείχνουν με το δάχτυλο ως «ανώμαλο».
(…)
 «Η είσοδος στην ψύχωση είναι μία αυθόρμητη προσπάθεια ιάσεως» που ακριβώς διακόπτεται από τις «δραστικές» θεραπείες που επιβάλλουν οι ψυχίατροι στην συντριπτική τους πλειοψηφία.     

Βλάσης Ρασσιάς
Πειραματικό τεύχος “Speak out”, αρ. 0

Πεποίθηση του Laing είναι πως «τρελλός» είναι κάποιος που μόλις επέστρεψε από ένα σαμανικό ταξίδι, κι έγινε (πιθανότατα) σοφότερος και πιο συναισθηματικός απ’ ό,τι ήταν πριν. Εχθρεύεται ένα Σύστημα που πολεμάει τη δική του λογική, και κατά συνέπειαν το Σύστημα τον τσακίζει με τη ρετσινιά της «τρέλλας».

Αυτή η άποψη έχει ως τρανό επιβεβαιωτικό παράδειγμα την υπόθεση του Antonin Artaud. Ο μέγιστος αυτός επαναστάτης θεατράνθρωπος («Το θέατρο και το είδωλό του»), πολεμήθηκε βίαια από τους ίδιους τους λογίους συντρόφους του με επικεφαλής τον Andre Breton, και μάλιστα για λογαριασμό του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Εγκλείστηκε σε ψυχιατρείο, και τον βασάνισαν με ηλεκτροσόκ για να… λογικευτεί. Ο Artaud κατά πάσαν βεβαιότητα, αυτοκτόνησε.


Μέσα σ’ αυτή την κόλαση που του επεφύλαξε η νομοταγής κοινωνία, ο περιπλανώμενος για να αμυνθεί και επιβιώσει, είναι υποχρεωμένος –όποτε του δοθεί η ευκαιρία και του το επιτρέψει η νηφαλιότητα- να «οργανωθεί» μαζί με άλλους ομοίους του περιθωριακούς, για να συγκροτήσουν τη δική τους κοινότητα. Αυτό που τον κάνει ν’ «αναγνωρίσει» τους δικούς του ανθρώπους, να βεβαιωθεί δηλαδή πως δεν είναι «τρελλός» όπως λένε οι άλλοι, είναι η επι-κοινωνία μαζί τους. Κι αυτό το πετυχαίνει, γιατί οι κωδικοί της γλώσσας του παραλόγου ή α-λόγου, μετατρέπονται σε μυστικούς κώδικες διαισθητικής (και συνωμοτικής φυσικά) επικοινωνίας.

Είναι μία δι-αισθητική «λογική» μπορούμε να πούμε, που δεν έχει ανάγκη από επιχειρήματα και αποδείξεις, αλλά προχωράει άμεσα σε συνειρμούς που φαίνονται –στους ορθολογιστές- ασύνδετοι. Είναι μία λογική που έχει μεγαλύτερη σχέση με το αίσθημα και τον ενδιάθετο λόγο, παρά με τον έναρθρο που χρησιμοποιείται από την οργανωμένη κοινωνία.

Έτσι, μία κοινότητα περιθωριακών οργανώνεται με τους δικούς της (άγραφους) νόμους και ανθρωποκεντρικούς κανονισμούς με σεβασμό στην αξία του ανθρώπου και του συνανθρώπου  που συμπάσχει, και η αξία αυτή δε μετριέται με το χρήμα και την ιδιοκτησία όπως γίνεται στην αστική κοινωνία, αλλά με το αίσθημα, με το ήθος και με την ποιότητα της συμπεριφοράς των άλλων περιπλανόμενων –και για τούτο ανέστιων- «περιθωριακών».

Είναι αρκετό αυτό το ήθος του περιθωριακού, για να του αναγνωρίσομε και την «εθνική συνείδηση» που επικαλείται η παράπλευρη οργανωμένη και «νόμιμη» κοινωνία; Η ιστορία έχει δείξει πως αυτές οι ομάδες ή μπουλούκια των περιθωριακών, δρούσαν πάντα αυθόρμητα στην πρωτοπορία των εθνικών αγώνων, κι αυτό έχει μεγαλύτερη αξία από την αναγκαστική επιστράτευση στην οποία καταφεύγουν τα καθεστώτα.

Είναι φυσικό αυτό, αφού οι «περιθωριακοί» είναι παιδιά της ίδιας κοινωνίας, που συγκροτήθηκε στη βάση της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, όταν μάλιστα αυτή η συνείδηση απαιτεί ήθος και αίσθημα που αυτοί διαθέτουν. Αν και αποδιωγμένοι από τη «κακούργα κοινωνία», δεν απαρνιούνται την «μητέρα πατρίδα».