ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΜΑ
Η τοποθέτηση του Renan, διευρύνει τον κύκλο αυτών που ανήκουν σε μιαν «εθνική» κοινότητα, αλλά αναδεικνύει έναν άλλο ουσιαστικό παράγοντα, που δε θεωρείται σίγουρο και αντικειμενικό «επιστημονικό εργαλείο», αλλά αποτελεί –είτε το θέλομε είτε όχι- τη βασική κινητήρια δύναμη των μεγάλων Ιστορικών στιγμών της ανθρωπότητας. Μιλάμε για το «αίσθημα των πραγμάτων», το «ηθικό» νήμα (μ’ όλες τις έννοιες του όρου, ακόμα και στη μουσική), που συνδέει τους ανθρώπους. Και δε μιλάμε εδώ για τον όρο «κοινή γνώμη», γιατί ο τρόπος με τον οποίο αυτή εκφράζεται, είναι διαχωριστικός και σφαλερός. Μιλάμε για το αυθόρμητο και ευρύτατο «λαϊκό αίσθημα», που εκδηλώνεται με τη λεγόμενη «εθνική ομοψυχία» (συνήθως στις δύσκολες στιγμές).
Πως όμως να προσμετρήσεις ένα λανθάνον «αίσθημα», που δεν αποπτελεί «αντικειμενικό τεκμήριο» για την επιστημονική έρευνα, αλλά ξεπερνάει τις επί μέρους διαφορές ενός λαού; Μπορεί να μην έχομε τεκμήρια, έχουμε όμως (κατά τον Ρενάν) αντικειμενικά κριτήρια.
Ο Ρενάν μας δίνει την «πρώτη ύλη», το μέτρο και το όριο αυτής της ηθικής συνείδησης που τη λέμε Έθνος: Η πρώτη και αδιαίρετη ουσία της εθνικής συνείδησης είναι ο άϋλος κόσμος των κοινών αναμνήσεων, η κοινή κληρονομιά, ενίοτε οι κοινοί αγώνες. Το μέτρο είναι η αέναη δημιουργική θέληση για μεγάλα πράγματα, και το όριο είναι η εγκατάλειψη του ατομικισμού εις όφελος του συνόλου. Μάλιστα λέει πως μόνο έτσι νομιμοποιείται, άρα έχει δικαίωμα ύπαρξης το Έθνος, ως Έθνος.
Ας δοκιμάσομε ν’ αναζητήσουμε τέτοια συστατικά, ιδεολογικά και ψυχολογικά στο Ελληνικό Έθνος, που είναι δημιουργία του ελληνικού Διαφωτισμού και της Ελληνικής Επανάστασης. Μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι η Ελλάδα είχε εκφρασμένη και συμπαγή εθνική συνείδηση κατά την εκρηκτική χρονική στιγμή της Επανάστασης του 1821; Μπορεί να υπάρχουν πολλές ερμηνείες για την επανάσταση και τους επαναστατημένους ως προς τον βαθμό της συνείδησης απέναντι στο «κοινό καλό». Μπορεί να υπάρχουν ακόμα και πολλές αμφισβητήσεις ως προς την πρόσληψη της κοινής εθνικής συνείδησης από τους επαναστατημένους.
Όμως έκπληξη προκαλεί η πολιτική, ιστορική και κοινωνική ωριμότητα, στην πρώτη -κατά κυριολεξία πρώτη- άρθρωση των θέσεων στα πρώτα Συντάγματα της Επανάστασης, και ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη και συγκίνηση προκαλεί το γεγονός ότι το ζητούμενο του ελληνικού Απελευθερωτικού αγώνα ήταν αυτή η «ευτυχία των ανθρώπων» και η σύσταση μιας «μονίμου και πεφωτισμένης κυβερνήσεως», κι’ όλα αυτά γραπτά διατυπωμένα στην διακήρυξη της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, στις 18 Απριλίου του 1823.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΟΤΥΠΙΑ
Όσο προχωρούσε ο 18ος αιώνας, οι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού συνέδεαν το «Γένος» (σ.σ. διαμορφωμένη συλλογική ταυτότητα από τους βυζαντινούς χρόνους με αναφορά στην γλώσσα και την θρησκεία) με τις ιδεατές ιστορικές και πνευματικές του καταβολές στην Αρχαιότητα και διέδιδαν αυτό το ιδεολογικό σχήμα σ’ ένα συνεχώς ευρύτερο στρώμα αναγνωστών και ακροατών που ήταν έτοιμοι να τους διαβάσουν και να τους ακούσουν. Στα τέλη του αιώνα, στο εσωτερικό των ελληνορθοδόξων κοινωνιών, υπήρχε πλέον μια μορφωμένη και εύπορη μειονότητα που είχε διαμορφώσει την συλλογική της ταυτότητα με εθνικούς όρους και προσέβλεπε σ’ ένα εθνικό κράτος –και μάλιστα με σαφήνεια και με πολιτική βούληση.
Αυτή λοιπόν, είναι μια πρώτη διαφορά από άλλους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς: ο ελληνικός εθνικισμός έχει ιστορικό βάθος. Προέρχεται από την συνείδηση του ανήκειν στο Γένος. Η μετάλλαξη της συνείδησης αυτής οδήγησε στον αναδυόμενο εθνικισμό του 18ου αιώνα, στην νεωτερική συνείδηση του «ανήκειν στο Έθνος». Και αυτή με την σειρά της καθοδήγησε το επαναστατικό αίτημα για ανεξάρτητο Εθνικό Κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νεωτερικός αυτός εθνικισμός εμφανίζεται στις ελληνικές κοινωνίες και επικρατεί νωρίτερα απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές της Ευρώπης –Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Σλοβενία, Βοημία, Σλοβακία.
Υπάρχει και μια δεύτερη διαφορά. Ο ελληνικός εθνικισμός εκδηλώθηκε με τη σαφήνεια της πολιτικής πράξης, οδήγησε σε μιαν επανάσταση πιστοποιητική και ιδρυτική. Η Επανάσταση του 1821 πιστοποίησε την αρχέγονη συνείδηση του Γένους που έγινε Έθνος, και ίδρυσε κράτος.
Υπάρχει, τέλος, μια ακόμα διαφορά από άλλους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς, μια ακόμη ιδιοτυπία του ελληνικού εθνικισμού: τα ψυχικά θεμέλια του. Την σύσταση τους δεν μπορώ ούτε να την περιγράψω με ακρίβεια ούτε ακόμη λιγότερο να την αποδείξω – μπορώ μονάχα να σχεδιάσω το περίγραμμά τους.
Μου φαίνεται ότι τα «ψυχικά» θεμέλια μας συλλογικής ταυτότητας είναι τα κοινά βιώματα και οι κοινές πεποιθήσεις των μελών μιας κοινωνίας. Είναι ακόμη ο τρόπος που το κάθε μέλος της κοινωνίας εσωτερικεύει αυτά τα βιώματα και αυτές τις πεποιθήσεις, συνθέτοντας έτσι μιαν αυτοσυνείδηση, ένα είδος ατομικής ταυτότητας. Είναι τέλος, ο τρόπος που κοινά βιώματα και πεποιθήσεις εξωτερικεύονται από τους ανθρώπους, με την μορφή κοινών εκφράσεων και κοινών λόγων. Αυτά τα κοινά στοιχεία, όλα μαζί, δένουν τους ανθρώπους με δεσμούς κοινούς, συλλογικούς. Και από αυτά τα κοινά στοιχεία, τα σημαντικότερα στρέφονται γύρω από την θρησκεία, την γλώσσα, το τόπο καταγωγής –είτε χωριό είναι είτε πόλη είτε νησί είτε μια χώρα ολόκληρη- και το κοινό ιστορικό παρελθόν, έτσι όπως τα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας το προσλαμβάνουν, το ορίζουν και το φαντάζονται σε κάθε ιστορική εποχή. Όμως τα «ψυχικά θεμέλια της συλλογικής ταυτότητας των ελληνικών κοινωνιών –και εν συνεχεία του ελληνικού εθνικισμού- είχαν ιδιαίτερη δύναμη. Δεν ήταν μια οποιαδήποτε θρησκεία, μια οποιαδήποτε γλώσσα, ένα οποιοδήποτε ιστορικό παρελθόν, ένας τυχαίος τόπος. Ήταν η κρατούσα θρησκεία, η υποδειγματική γλώσσα και το ιστορικό παρελθόν του κυρίαρχου πολιτισμού της εποχής –του ευρωπαϊκού και δυτικού πολιτισμού. Και ο τόπος καταγωγής των Ελλήνων δεν ήταν τυχαίος. Ήταν ένας τόπος ωραίος, φωτεινός και συμφιλιωτικός με την ζωή, έτσι ώστε οι ελληνικές χώρες, ως τόπος αναφοράς, ως γενικότερο σύμβολο καταγωγής, να είναι πηγή θαυμασμού για τον ξένο, για τον «Έτερο», και υπερηφάνειας για τον «Εαυτό», για τον Έλληνα –έστω και αν αυτονομαζόταν «ρωμηός» ή «γραικός».
Γ.Β.Δερτιλής
«Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920» Β΄ τόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου